Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατειάζω
πλατειασμός
πλατεῖον
πλάτη
πλατικός
πλᾶτις
πλατίστακος
πλατόομαι
πλατοποιία
πλατός
πλάτος
πλάτος2
πλατυαλουργής
πλατυάμφοδος
πλατυαύχην
πλατυγάστωρ
πλατυγίζω
πλατύγλωσσος
πλατύγναθος
πλατυίσχιος
πλατύκαρπος
View word page
πλάτος
breadth, width

ShortDef

breadth, width
platform

Debugging

Headword:
πλάτος
Headword (normalized):
πλάτος
Headword (normalized/stripped):
πλατος
IDX:
70384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70385
Key:

Data

{'content': 'breadth, width'}