Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλατεῖα
πλατειάζω
πλατειασμός
πλατεῖον
πλάτη
πλατικός
πλᾶτις
πλατίστακος
πλατόομαι
πλατοποιία
πλατός
πλάτος
πλάτος2
πλατυαλουργής
πλατυάμφοδος
πλατυαύχην
πλατυγάστωρ
πλατυγίζω
πλατύγλωσσος
πλατύγναθος
πλατυίσχιος
View word page
πλατός
approachable
ShortDef
approachable
Debugging
Headword:
πλατός
Headword (normalized):
πλατός
Headword (normalized/stripped):
πλατος
IDX:
70383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70384
Key:
Data
{'content': 'approachable'}