Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατάσσω
Πλατέα
πλατεῖα
πλατειάζω
πλατειασμός
πλατεῖον
πλάτη
πλατικός
πλᾶτις
πλατίστακος
πλατόομαι
πλατοποιία
πλατός
πλάτος
πλάτος2
πλατυαλουργής
πλατυάμφοδος
πλατυαύχην
πλατυγάστωρ
πλατυγίζω
πλατύγλωσσος
View word page
πλατόομαι
to be made flat

ShortDef

to be made flat

Debugging

Headword:
πλατόομαι
Headword (normalized):
πλατόομαι
Headword (normalized/stripped):
πλατοομαι
IDX:
70381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70382
Key:

Data

{'content': 'to be made flat'}