Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλάταξ
πλάτας
πλατάσσω
Πλατέα
πλατεῖα
πλατειάζω
πλατειασμός
πλατεῖον
πλάτη
πλατικός
πλᾶτις
πλατίστακος
πλατόομαι
πλατοποιία
πλατός
πλάτος
πλάτος2
πλατυαλουργής
πλατυάμφοδος
πλατυαύχην
πλατυγάστωρ
View word page
πλᾶτις
a wife

ShortDef

a wife

Debugging

Headword:
πλᾶτις
Headword (normalized):
πλᾶτις
Headword (normalized/stripped):
πλατις
IDX:
70379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70380
Key:

Data

{'content': 'a wife'}