Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλατανιστοῦς
πλάτανος
πλάταξ
πλάτας
πλατάσσω
Πλατέα
πλατεῖα
πλατειάζω
πλατειασμός
πλατεῖον
πλάτη
πλατικός
πλᾶτις
πλατίστακος
πλατόομαι
πλατοποιία
πλατός
πλάτος
πλάτος2
πλατυαλουργής
πλατυάμφοδος
View word page
πλάτη
(blade of an) oar; winnowing fan
ShortDef
(blade of an) oar; winnowing fan
Debugging
Headword:
πλάτη
Headword (normalized):
πλάτη
Headword (normalized/stripped):
πλατη
IDX:
70377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70378
Key:
Data
{'content': '(blade of an) oar; winnowing fan'}