Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλατάνιον
πλατανιστής
πλατανιστοῦς
πλάτανος
πλάταξ
πλάτας
πλατάσσω
Πλατέα
πλατεῖα
πλατειάζω
πλατειασμός
πλατεῖον
πλάτη
πλατικός
πλᾶτις
πλατίστακος
πλατόομαι
πλατοποιία
πλατός
πλάτος
πλάτος2
View word page
πλατειασμός
broad Doric accent

ShortDef

broad Doric accent

Debugging

Headword:
πλατειασμός
Headword (normalized):
πλατειασμός
Headword (normalized/stripped):
πλατειασμος
IDX:
70375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70376
Key:

Data

{'content': 'broad Doric accent'}