Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλαταμών
πλατάνιον
πλατανιστής
πλατανιστοῦς
πλάτανος
πλάταξ
πλάτας
πλατάσσω
Πλατέα
πλατεῖα
πλατειάζω
πλατειασμός
πλατεῖον
πλάτη
πλατικός
πλᾶτις
πλατίστακος
πλατόομαι
πλατοποιία
πλατός
πλάτος
View word page
πλατειάζω
to speak

ShortDef

to speak

Debugging

Headword:
πλατειάζω
Headword (normalized):
πλατειάζω
Headword (normalized/stripped):
πλατειαζω
IDX:
70374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70375
Key:

Data

{'content': 'to speak'}