Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πλαταιεύς
Πλαταιικός
πλαταμώδης
πλαταμών
πλατάνιον
πλατανιστής
πλατανιστοῦς
πλάτανος
πλάταξ
πλάτας
πλατάσσω
Πλατέα
πλατεῖα
πλατειάζω
πλατειασμός
πλατεῖον
πλάτη
πλατικός
πλᾶτις
πλατίστακος
πλατόομαι
View word page
πλατάσσω
slap
ShortDef
slap
Debugging
Headword:
πλατάσσω
Headword (normalized):
πλατάσσω
Headword (normalized/stripped):
πλατασσω
IDX:
70371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70372
Key:
Data
{'content': 'slap'}