Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνειμάρθαι
ἀνειμένος
ἀνειμένως
ἄνειμι
ἀνείμων
ἀνειπεῖν
ἀνεῖπον
ἀνείργω
ἄνειρξις
ἀνείρομαι
ἀνείρω
ἀνεῖσα
ἀνείσακτος
ἀνεισοδίαστος
ἀνείσοδος
ἀνείσπρακτος
ἀνεισφορία
ἀνείσφορος
ἀνέκαθε
ἀνέκαθεν
ἀνέκαιρεν
View word page
ἀνείρω
to fasten on

ShortDef

to fasten on

Debugging

Headword:
ἀνείρω
Headword (normalized):
ἀνείρω
Headword (normalized/stripped):
ανειρω
IDX:
7036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7037
Key:

Data

{'content': 'to fasten on'}