Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πλάταια
Πλαταιαί
Πλαταιᾶσι
Πλαταιεύς
Πλαταιικός
πλαταμώδης
πλαταμών
πλατάνιον
πλατανιστής
πλατανιστοῦς
πλάτανος
πλάταξ
πλάτας
πλατάσσω
Πλατέα
πλατεῖα
πλατειάζω
πλατειασμός
πλατεῖον
πλάτη
πλατικός
View word page
πλάτανος
plane tree

ShortDef

plane tree

Debugging

Headword:
πλάτανος
Headword (normalized):
πλάτανος
Headword (normalized/stripped):
πλατανος
IDX:
70368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70369
Key:

Data

{'content': ' plane tree'}