Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλαστολάλος
πλαστολογέω
πλαστολόγος
πλαστοποιός
πλαστός
πλαστουργέω
πλαστουργία
πλάστρον
πλαταγέω
πλαταγή
πλατάγημα
πλαταγώνιον
Πλάταια
Πλαταιαί
Πλαταιᾶσι
Πλαταιεύς
Πλαταιικός
πλαταμώδης
πλαταμών
πλατάνιον
πλατανιστής
View word page
πλατάγημα
a clapping
ShortDef
a clapping
Debugging
Headword:
πλατάγημα
Headword (normalized):
πλατάγημα
Headword (normalized/stripped):
πλαταγημα
IDX:
70356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70357
Key:
Data
{'content': 'a clapping'}