Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλαστογράφος
πλαστοκόμης
πλαστολάλος
πλαστολογέω
πλαστολόγος
πλαστοποιός
πλαστός
πλαστουργέω
πλαστουργία
πλάστρον
πλαταγέω
πλαταγή
πλατάγημα
πλαταγώνιον
Πλάταια
Πλαταιαί
Πλαταιᾶσι
Πλαταιεύς
Πλαταιικός
πλαταμώδης
πλαταμών
View word page
πλαταγέω
to clap, clap the hands

ShortDef

to clap, clap the hands

Debugging

Headword:
πλαταγέω
Headword (normalized):
πλαταγέω
Headword (normalized/stripped):
πλαταγεω
IDX:
70354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70355
Key:

Data

{'content': 'to clap, clap the hands'}