Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλαστογραφέω
πλαστογραφία
πλαστογράφος
πλαστοκόμης
πλαστολάλος
πλαστολογέω
πλαστολόγος
πλαστοποιός
πλαστός
πλαστουργέω
πλαστουργία
πλάστρον
πλαταγέω
πλαταγή
πλατάγημα
πλαταγώνιον
Πλάταια
Πλαταιαί
Πλαταιᾶσι
Πλαταιεύς
Πλαταιικός
View word page
πλαστουργία
work of plastic art

ShortDef

work of plastic art

Debugging

Headword:
πλαστουργία
Headword (normalized):
πλαστουργία
Headword (normalized/stripped):
πλαστουργια
IDX:
70352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70353
Key:

Data

{'content': 'work of plastic art'}