Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλαστικάριος
πλαστικός
πλαστογραφέω
πλαστογραφία
πλαστογράφος
πλαστοκόμης
πλαστολάλος
πλαστολογέω
πλαστολόγος
πλαστοποιός
πλαστός
πλαστουργέω
πλαστουργία
πλάστρον
πλαταγέω
πλαταγή
πλατάγημα
πλαταγώνιον
Πλάταια
Πλαταιαί
Πλαταιᾶσι
View word page
πλαστός
formed, moulded

ShortDef

formed, moulded

Debugging

Headword:
πλαστός
Headword (normalized):
πλαστός
Headword (normalized/stripped):
πλαστος
IDX:
70350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70351
Key:

Data

{'content': 'formed, moulded'}