Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλαστεύω
πλαστή
πλάστης
πλαστίγγιον
πλάστιγξ
πλαστικάριος
πλαστικός
πλαστογραφέω
πλαστογραφία
πλαστογράφος
πλαστοκόμης
πλαστολάλος
πλαστολογέω
πλαστολόγος
πλαστοποιός
πλαστός
πλαστουργέω
πλαστουργία
πλάστρον
πλαταγέω
πλαταγή
View word page
πλαστοκόμης
one who wears false hair

ShortDef

one who wears false hair

Debugging

Headword:
πλαστοκόμης
Headword (normalized):
πλαστοκόμης
Headword (normalized/stripped):
πλαστοκομης
IDX:
70345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70346
Key:

Data

{'content': 'one who wears false hair'}