Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλασματογράφος
πλασματώδης
πλάσσω
πλαστέον
πλαστευτής
πλαστεύω
πλαστή
πλάστης
πλαστίγγιον
πλάστιγξ
πλαστικάριος
πλαστικός
πλαστογραφέω
πλαστογραφία
πλαστογράφος
πλαστοκόμης
πλαστολάλος
πλαστολογέω
πλαστολόγος
πλαστοποιός
πλαστός
View word page
πλαστικάριος
potter

ShortDef

potter

Debugging

Headword:
πλαστικάριος
Headword (normalized):
πλαστικάριος
Headword (normalized/stripped):
πλαστικαριος
IDX:
70340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70341
Key:

Data

{'content': 'potter'}