Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνείλιξις
ἀνείλλω
ἀνείλυστος
ἀνειμάρθαι
ἀνειμένος
ἀνειμένως
ἄνειμι
ἀνείμων
ἀνειπεῖν
ἀνεῖπον
ἀνείργω
ἄνειρξις
ἀνείρομαι
ἀνείρω
ἀνεῖσα
ἀνείσακτος
ἀνεισοδίαστος
ἀνείσοδος
ἀνείσπρακτος
ἀνεισφορία
ἀνείσφορος
View word page
ἀνείργω
to keep back, restrain

ShortDef

to keep back, restrain

Debugging

Headword:
ἀνείργω
Headword (normalized):
ἀνείργω
Headword (normalized/stripped):
ανειργω
IDX:
7033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7034
Key:

Data

{'content': 'to keep back, restrain'}