Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλάσμα
πλασματίας
πλασματικός
πλασματογράφος
πλασματώδης
πλάσσω
πλαστέον
πλαστευτής
πλαστεύω
πλαστή
πλάστης
πλαστίγγιον
πλάστιγξ
πλαστικάριος
πλαστικός
πλαστογραφέω
πλαστογραφία
πλαστογράφος
πλαστοκόμης
πλαστολάλος
πλαστολογέω
View word page
πλάστης
a moulder, modeller

ShortDef

a moulder, modeller

Debugging

Headword:
πλάστης
Headword (normalized):
πλάστης
Headword (normalized/stripped):
πλαστης
IDX:
70337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70338
Key:

Data

{'content': 'a moulder, modeller'}