Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλάξ
πλάσις
πλάσμα
πλασματίας
πλασματικός
πλασματογράφος
πλασματώδης
πλάσσω
πλαστέον
πλαστευτής
πλαστεύω
πλαστή
πλάστης
πλαστίγγιον
πλάστιγξ
πλαστικάριος
πλαστικός
πλαστογραφέω
πλαστογραφία
πλαστογράφος
πλαστοκόμης
View word page
πλαστεύω
to falsify

ShortDef

to falsify

Debugging

Headword:
πλαστεύω
Headword (normalized):
πλαστεύω
Headword (normalized/stripped):
πλαστευω
IDX:
70335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70336
Key:

Data

{'content': 'to falsify'}