Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλανώδης
πλάξ
πλάσις
πλάσμα
πλασματίας
πλασματικός
πλασματογράφος
πλασματώδης
πλάσσω
πλαστέον
πλαστευτής
πλαστεύω
πλαστή
πλάστης
πλαστίγγιον
πλάστιγξ
πλαστικάριος
πλαστικός
πλαστογραφέω
πλαστογραφία
πλαστογράφος
View word page
πλαστευτής
one who makes

ShortDef

one who makes

Debugging

Headword:
πλαστευτής
Headword (normalized):
πλαστευτής
Headword (normalized/stripped):
πλαστευτης
IDX:
70334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70335
Key:

Data

{'content': 'one who makes'}