Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλανύττω
πλανώδης
πλάξ
πλάσις
πλάσμα
πλασματίας
πλασματικός
πλασματογράφος
πλασματώδης
πλάσσω
πλαστέον
πλαστευτής
πλαστεύω
πλαστή
πλάστης
πλαστίγγιον
πλάστιγξ
πλαστικάριος
πλαστικός
πλαστογραφέω
πλαστογραφία
View word page
πλαστέον
one must mould

ShortDef

one must mould

Debugging

Headword:
πλαστέον
Headword (normalized):
πλαστέον
Headword (normalized/stripped):
πλαστεον
IDX:
70333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70334
Key:

Data

{'content': 'one must mould'}