Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλανοστιβής
πλανύττω
πλανώδης
πλάξ
πλάσις
πλάσμα
πλασματίας
πλασματικός
πλασματογράφος
πλασματώδης
πλάσσω
πλαστέον
πλαστευτής
πλαστεύω
πλαστή
πλάστης
πλαστίγγιον
πλάστιγξ
πλαστικάριος
πλαστικός
πλαστογραφέω
View word page
πλάσσω
to form, mould, shape

ShortDef

to form, mould, shape

Debugging

Headword:
πλάσσω
Headword (normalized):
πλάσσω
Headword (normalized/stripped):
πλασσω
IDX:
70332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70333
Key:

Data

{'content': 'to form, mould, shape'}