Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
πλανώδης
πλάξ
πλάσις
πλάσμα
πλασματίας
πλασματικός
πλασματογράφος
πλασματώδης
πλάσσω
πλαστέον
πλαστευτής
πλαστεύω
πλαστή
πλάστης
πλαστίγγιον
πλάστιγξ
πλαστικάριος
πλαστικός
View word page
πλασματώδης
fictitious
ShortDef
fictitious
Debugging
Headword:
πλασματώδης
Headword (normalized):
πλασματώδης
Headword (normalized/stripped):
πλασματωδης
IDX:
70331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70332
Key:
Data
{'content': 'fictitious'}