Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλανοδαίμων
πλανόδιος
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
πλανώδης
πλάξ
πλάσις
πλάσμα
πλασματίας
πλασματικός
πλασματογράφος
πλασματώδης
πλάσσω
πλαστέον
πλαστευτής
πλαστεύω
πλαστή
πλάστης
πλαστίγγιον
πλάστιγξ
View word page
πλασματικός
imitative, dramatic

ShortDef

imitative, dramatic

Debugging

Headword:
πλασματικός
Headword (normalized):
πλασματικός
Headword (normalized/stripped):
πλασματικος
IDX:
70329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70330
Key:

Data

{'content': 'imitative, dramatic'}