Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλανητεύω
πλανήτης
πλανητικός
πλανητός
πλανοδαίμων
πλανόδιος
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
πλανώδης
πλάξ
πλάσις
πλάσμα
πλασματίας
πλασματικός
πλασματογράφος
πλασματώδης
πλάσσω
πλαστέον
πλαστευτής
πλαστεύω
View word page
πλάξ
a flat surface, flat land, a plain
ShortDef
a flat surface, flat land, a plain
Debugging
Headword:
πλάξ
Headword (normalized):
πλάξ
Headword (normalized/stripped):
πλαξ
IDX:
70325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70326
Key:
Data
{'content': 'a flat surface, flat land, a plain'}