Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλανητέος
πλανητεύω
πλανήτης
πλανητικός
πλανητός
πλανοδαίμων
πλανόδιος
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
πλανώδης
πλάξ
πλάσις
πλάσμα
πλασματίας
πλασματικός
πλασματογράφος
πλασματώδης
πλάσσω
πλαστέον
πλαστευτής
View word page
πλανώδης
wandering

ShortDef

wandering

Debugging

Headword:
πλανώδης
Headword (normalized):
πλανώδης
Headword (normalized/stripped):
πλανωδης
IDX:
70324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70325
Key:

Data

{'content': 'wandering'}