Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλανητέον
πλανητέος
πλανητεύω
πλανήτης
πλανητικός
πλανητός
πλανοδαίμων
πλανόδιος
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
πλανώδης
πλάξ
πλάσις
πλάσμα
πλασματίας
πλασματικός
πλασματογράφος
πλασματώδης
πλάσσω
πλαστέον
View word page
πλανύττω
to wander about

ShortDef

to wander about

Debugging

Headword:
πλανύττω
Headword (normalized):
πλανύττω
Headword (normalized/stripped):
πλανυττω
IDX:
70323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70324
Key:

Data

{'content': 'to wander about'}