Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλάνησις
πλανητέον
πλανητέος
πλανητεύω
πλανήτης
πλανητικός
πλανητός
πλανοδαίμων
πλανόδιος
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
πλανώδης
πλάξ
πλάσις
πλάσμα
πλασματίας
πλασματικός
πλασματογράφος
πλασματώδης
πλάσσω
View word page
πλανοστιβής
trodden by wanderers

ShortDef

trodden by wanderers

Debugging

Headword:
πλανοστιβής
Headword (normalized):
πλανοστιβής
Headword (normalized/stripped):
πλανοστιβης
IDX:
70322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70323
Key:

Data

{'content': 'trodden by wanderers'}