Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλανησίεδρος
πλάνησις
πλανητέον
πλανητέος
πλανητεύω
πλανήτης
πλανητικός
πλανητός
πλανοδαίμων
πλανόδιος
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
πλανώδης
πλάξ
πλάσις
πλάσμα
πλασματίας
πλασματικός
πλασματογράφος
πλασματώδης
View word page
πλάνος
leading astray, deceiving, (noun) wandering
ShortDef
leading astray, deceiving, (noun) wandering
Debugging
Headword:
πλάνος
Headword (normalized):
πλάνος
Headword (normalized/stripped):
πλανος
IDX:
70321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70322
Key:
Data
{'content': 'leading astray, deceiving, (noun) wandering'}