Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνείλησις
ἀνειλιγμένως
ἀνείλιξις
ἀνείλλω
ἀνείλυστος
ἀνειμάρθαι
ἀνειμένος
ἀνειμένως
ἄνειμι
ἀνείμων
ἀνειπεῖν
ἀνεῖπον
ἀνείργω
ἄνειρξις
ἀνείρομαι
ἀνείρω
ἀνεῖσα
ἀνείσακτος
ἀνεισοδίαστος
ἀνείσοδος
ἀνείσπρακτος
View word page
ἀνειπεῖν
to say aloud, announce, proclaim

ShortDef

to say aloud, announce, proclaim

Debugging

Headword:
ἀνειπεῖν
Headword (normalized):
ἀνειπεῖν
Headword (normalized/stripped):
ανειπειν
IDX:
7031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7032
Key:

Data

{'content': 'to say aloud, announce, proclaim'}