Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλανάομαι
πλανάω
πλάνη
πλάνημα
πλάνης
πλανησίεδρος
πλάνησις
πλανητέον
πλανητέος
πλανητεύω
πλανήτης
πλανητικός
πλανητός
πλανοδαίμων
πλανόδιος
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
πλανώδης
πλάξ
πλάσις
View word page
πλανήτης
wandering, roaming

ShortDef

wandering, roaming

Debugging

Headword:
πλανήτης
Headword (normalized):
πλανήτης
Headword (normalized/stripped):
πλανητης
IDX:
70316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70317
Key:

Data

{'content': 'wandering, roaming'}