Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλάκωσις
πλανάομαι
πλανάω
πλάνη
πλάνημα
πλάνης
πλανησίεδρος
πλάνησις
πλανητέον
πλανητέος
πλανητεύω
πλανήτης
πλανητικός
πλανητός
πλανοδαίμων
πλανόδιος
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
πλανώδης
πλάξ
View word page
πλανητεύω
wander about
ShortDef
wander about
Debugging
Headword:
πλανητεύω
Headword (normalized):
πλανητεύω
Headword (normalized/stripped):
πλανητευω
IDX:
70315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70316
Key:
Data
{'content': 'wander about'}