Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλακτήρ
πλᾶκτρον
πλακώδης
πλάκωσις
πλανάομαι
πλανάω
πλάνη
πλάνημα
πλάνης
πλανησίεδρος
πλάνησις
πλανητέον
πλανητέος
πλανητεύω
πλανήτης
πλανητικός
πλανητός
πλανοδαίμων
πλανόδιος
πλάνος
πλανοστιβής
View word page
πλάνησις
a making to wander, a dispersing

ShortDef

a making to wander, a dispersing

Debugging

Headword:
πλάνησις
Headword (normalized):
πλάνησις
Headword (normalized/stripped):
πλανησις
IDX:
70312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70313
Key:

Data

{'content': 'a making to wander, a dispersing'}