Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλακόω
πλακτήρ
πλᾶκτρον
πλακώδης
πλάκωσις
πλανάομαι
πλανάω
πλάνη
πλάνημα
πλάνης
πλανησίεδρος
πλάνησις
πλανητέον
πλανητέος
πλανητεύω
πλανήτης
πλανητικός
πλανητός
πλανοδαίμων
πλανόδιος
πλάνος
View word page
πλανησίεδρος
having a wandering seat

ShortDef

having a wandering seat

Debugging

Headword:
πλανησίεδρος
Headword (normalized):
πλανησίεδρος
Headword (normalized/stripped):
πλανησιεδρος
IDX:
70311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70312
Key:

Data

{'content': 'having a wandering seat'}