Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλακουντώδης
πλακοῦς
πλακόω
πλακτήρ
πλᾶκτρον
πλακώδης
πλάκωσις
πλανάομαι
πλανάω
πλάνη
πλάνημα
πλάνης
πλανησίεδρος
πλάνησις
πλανητέον
πλανητέος
πλανητεύω
πλανήτης
πλανητικός
πλανητός
πλανοδαίμων
View word page
πλάνημα
a wandering
ShortDef
a wandering
Debugging
Headword:
πλάνημα
Headword (normalized):
πλάνημα
Headword (normalized/stripped):
πλανημα
IDX:
70309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70310
Key:
Data
{'content': 'a wandering'}