Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνείλημα
ἀνείλησις
ἀνειλιγμένως
ἀνείλιξις
ἀνείλλω
ἀνείλυστος
ἀνειμάρθαι
ἀνειμένος
ἀνειμένως
ἄνειμι
ἀνείμων
ἀνειπεῖν
ἀνεῖπον
ἀνείργω
ἄνειρξις
ἀνείρομαι
ἀνείρω
ἀνεῖσα
ἀνείσακτος
ἀνεισοδίαστος
ἀνείσοδος
View word page
ἀνείμων
without clothing, unclad

ShortDef

without clothing, unclad

Debugging

Headword:
ἀνείμων
Headword (normalized):
ἀνείμων
Headword (normalized/stripped):
ανειμων
IDX:
7030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7031
Key:

Data

{'content': 'without clothing, unclad'}