Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλακουντοποιός
πλακουντώδης
πλακοῦς
πλακόω
πλακτήρ
πλᾶκτρον
πλακώδης
πλάκωσις
πλανάομαι
πλανάω
πλάνη
πλάνημα
πλάνης
πλανησίεδρος
πλάνησις
πλανητέον
πλανητέος
πλανητεύω
πλανήτης
πλανητικός
πλανητός
View word page
πλάνη
a wandering, roaming
ShortDef
a wandering, roaming
Debugging
Headword:
πλάνη
Headword (normalized):
πλάνη
Headword (normalized/stripped):
πλανη
IDX:
70308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70309
Key:
Data
{'content': 'a wandering, roaming'}