Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλακουντοποιικός
πλακουντοποιός
πλακουντώδης
πλακοῦς
πλακόω
πλακτήρ
πλᾶκτρον
πλακώδης
πλάκωσις
πλανάομαι
πλανάω
πλάνη
πλάνημα
πλάνης
πλανησίεδρος
πλάνησις
πλανητέον
πλανητέος
πλανητεύω
πλανήτης
πλανητικός
View word page
πλανάω
to make to wander, lead wandering about
ShortDef
to make to wander, lead wandering about
Debugging
Headword:
πλανάω
Headword (normalized):
πλανάω
Headword (normalized/stripped):
πλαναω
IDX:
70307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70308
Key:
Data
{'content': 'to make to wander, lead wandering about'}