Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλακουντικός
πλακουντοποιικός
πλακουντοποιός
πλακουντώδης
πλακοῦς
πλακόω
πλακτήρ
πλᾶκτρον
πλακώδης
πλάκωσις
πλανάομαι
πλανάω
πλάνη
πλάνημα
πλάνης
πλανησίεδρος
πλάνησις
πλανητέον
πλανητέος
πλανητεύω
πλανήτης
View word page
πλανάομαι
stray from

ShortDef

stray from

Debugging

Headword:
πλανάομαι
Headword (normalized):
πλανάομαι
Headword (normalized/stripped):
πλαναομαι
IDX:
70306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70307
Key:

Data

{'content': 'stray from'}