Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλακουντάριος
πλακουντήριος
πλακουντικός
πλακουντοποιικός
πλακουντοποιός
πλακουντώδης
πλακοῦς
πλακόω
πλακτήρ
πλᾶκτρον
πλακώδης
πλάκωσις
πλανάομαι
πλανάω
πλάνη
πλάνημα
πλάνης
πλανησίεδρος
πλάνησις
πλανητέον
πλανητέος
View word page
πλακώδης
laminated
ShortDef
laminated
Debugging
Headword:
πλακώδης
Headword (normalized):
πλακώδης
Headword (normalized/stripped):
πλακωδης
IDX:
70304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70305
Key:
Data
{'content': 'laminated'}