Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πλάκος
πλακουντάριος
πλακουντήριος
πλακουντικός
πλακουντοποιικός
πλακουντοποιός
πλακουντώδης
πλακοῦς
πλακόω
πλακτήρ
πλᾶκτρον
πλακώδης
πλάκωσις
πλανάομαι
πλανάω
πλάνη
πλάνημα
πλάνης
πλανησίεδρος
πλάνησις
πλανητέον
View word page
πλᾶκτρον
plectrum

ShortDef

plectrum

Debugging

Headword:
πλᾶκτρον
Headword (normalized):
πλᾶκτρον
Headword (normalized/stripped):
πλακτρον
IDX:
70303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70304
Key:

Data

{'content': 'plectrum'}