Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλακόεις
Πλάκος
πλακουντάριος
πλακουντήριος
πλακουντικός
πλακουντοποιικός
πλακουντοποιός
πλακουντώδης
πλακοῦς
πλακόω
πλακτήρ
πλᾶκτρον
πλακώδης
πλάκωσις
πλανάομαι
πλανάω
πλάνη
πλάνημα
πλάνης
πλανησίεδρος
πλάνησις
View word page
πλακτήρ
spur
ShortDef
spur
Debugging
Headword:
πλακτήρ
Headword (normalized):
πλακτήρ
Headword (normalized/stripped):
πλακτηρ
IDX:
70302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70303
Key:
Data
{'content': 'spur'}