Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλακίς
πλακίτης
πλακόεις
Πλάκος
πλακουντάριος
πλακουντήριος
πλακουντικός
πλακουντοποιικός
πλακουντοποιός
πλακουντώδης
πλακοῦς
πλακόω
πλακτήρ
πλᾶκτρον
πλακώδης
πλάκωσις
πλανάομαι
πλανάω
πλάνη
πλάνημα
πλάνης
View word page
πλακοῦς
a flat cake
ShortDef
a flat cake
Debugging
Headword:
πλακοῦς
Headword (normalized):
πλακοῦς
Headword (normalized/stripped):
πλακους
IDX:
70300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70301
Key:
Data
{'content': 'a flat cake'}