Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλακίον
πλακίς
πλακίτης
πλακόεις
Πλάκος
πλακουντάριος
πλακουντήριος
πλακουντικός
πλακουντοποιικός
πλακουντοποιός
πλακουντώδης
πλακοῦς
πλακόω
πλακτήρ
πλᾶκτρον
πλακώδης
πλάκωσις
πλανάομαι
πλανάω
πλάνη
πλάνημα
View word page
πλακουντώδης
like a cake

ShortDef

like a cake

Debugging

Headword:
πλακουντώδης
Headword (normalized):
πλακουντώδης
Headword (normalized/stripped):
πλακουντωδης
IDX:
70299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70300
Key:

Data

{'content': 'like a cake'}