Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνειλέω
ἀνείλημα
ἀνείλησις
ἀνειλιγμένως
ἀνείλιξις
ἀνείλλω
ἀνείλυστος
ἀνειμάρθαι
ἀνειμένος
ἀνειμένως
ἄνειμι
ἀνείμων
ἀνειπεῖν
ἀνεῖπον
ἀνείργω
ἄνειρξις
ἀνείρομαι
ἀνείρω
ἀνεῖσα
ἀνείσακτος
ἀνεισοδίαστος
View word page
ἄνειμι
go up, reach

ShortDef

go up, reach

Debugging

Headword:
ἄνειμι
Headword (normalized):
ἄνειμι
Headword (normalized/stripped):
ανειμι
IDX:
7029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7030
Key:

Data

{'content': 'go up, reach'}