Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγραμματία
ἀγράμματος
ἄγραμμος
ἄγραπτος
ἀγραυλέω
ἀγραυλής
ἀγραυλία
ἄγραυλος
ἀγραφίου
ἄγραφος
ἀγρεῖος
ἀγρειοσύνη
ἀγρεῖφνα
ἀγρεμών
ἀγρετεύω
ἀγρέτης
ἄγρευμα
ἀγρεύς
Ἀγρεύς
ἀγρεύσιμος
ἄγρευσις
View word page
ἀγρεῖος
of the field or country; boorish

ShortDef

of the field or country; boorish

Debugging

Headword:
ἀγρεῖος
Headword (normalized):
ἀγρεῖος
Headword (normalized/stripped):
αγρειος
IDX:
702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-703
Key:

Data

{'content': 'of the field or country; boorish'}