Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλαισιόω
πλακάς
πλακερός
Πλάκιδος
πλάκινος
πλακίον
πλακίς
πλακίτης
πλακόεις
Πλάκος
πλακουντάριος
πλακουντήριος
πλακουντικός
πλακουντοποιικός
πλακουντοποιός
πλακουντώδης
πλακοῦς
πλακόω
πλακτήρ
πλᾶκτρον
πλακώδης
View word page
πλακουντάριος
maker of cakes, pastry-cook
ShortDef
maker of cakes, pastry-cook
Debugging
Headword:
πλακουντάριος
Headword (normalized):
πλακουντάριος
Headword (normalized/stripped):
πλακουνταριος
IDX:
70294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70295
Key:
Data
{'content': 'maker of cakes, pastry-cook'}