Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλάθανον
πλάθω
πλαίσιον
πλαισιόω
πλακάς
πλακερός
Πλάκιδος
πλάκινος
πλακίον
πλακίς
πλακίτης
πλακόεις
Πλάκος
πλακουντάριος
πλακουντήριος
πλακουντικός
πλακουντοποιικός
πλακουντοποιός
πλακουντώδης
πλακοῦς
πλακόω
View word page
πλακίτης
flat
ShortDef
flat
Debugging
Headword:
πλακίτης
Headword (normalized):
πλακίτης
Headword (normalized/stripped):
πλακιτης
IDX:
70291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70292
Key:
Data
{'content': 'flat'}