Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνειλείθυια
ἀνειλέω
ἀνείλημα
ἀνείλησις
ἀνειλιγμένως
ἀνείλιξις
ἀνείλλω
ἀνείλυστος
ἀνειμάρθαι
ἀνειμένος
ἀνειμένως
ἄνειμι
ἀνείμων
ἀνειπεῖν
ἀνεῖπον
ἀνείργω
ἄνειρξις
ἀνείρομαι
ἀνείρω
ἀνεῖσα
ἀνείσακτος
View word page
ἀνειμένως
at ease, carelessly

ShortDef

at ease, carelessly

Debugging

Headword:
ἀνειμένως
Headword (normalized):
ἀνειμένως
Headword (normalized/stripped):
ανειμενως
IDX:
7028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7029
Key:

Data

{'content': 'at ease, carelessly'}