Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλάδος
πλάζω
πλάζω2
πλαθά
πλαθανίτης
πλάθανον
πλάθω
πλαίσιον
πλαισιόω
πλακάς
πλακερός
Πλάκιδος
πλάκινος
πλακίον
πλακίς
πλακίτης
πλακόεις
Πλάκος
πλακουντάριος
πλακουντήριος
πλακουντικός
View word page
πλακερός
broad
ShortDef
broad
Debugging
Headword:
πλακερός
Headword (normalized):
πλακερός
Headword (normalized/stripped):
πλακερος
IDX:
70286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70287
Key:
Data
{'content': 'broad'}